- σαίρουσαν
- σαίρωpart the lips and show the closed teethpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλλυντρον — κάλλυντρον, τὸ (Α) [καλλύνω] 1. το μέσο με το οποίο καθαρίζουμε, η σκούπα («σαίρουσαν δὲ καλλύντρῳ τινὶ τὴν οἰκίαν», Πλούτ.) 2. κλαδί από φοινικιά 3. είδος φυτού 4. κόσμημα … Dictionary of Greek